Dictionary of Greek. 2013.
συνόριο — το, Ν βλ. συνέριο … Dictionary of Greek
συνερισιά — συνερισιά, η και συνορισιά, η και συνέριο, το το να συνερίζεται κάποιος έναν άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)